-
1 γεωλογία
η геология -
2 γεωλογία
[гэологиа] ουσ. в. геология.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεωλογία
-
3 γεωλογία
[гэологиа] ουσ θ геология. -
4 γεωλογία
jeoloji, yerbilim -
5 γεωλογία
géologie -
6 γεωλογία
geologia (f) rzecz. -
7 γεωλογία
geologie -
8 γεωλογία
geologyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γεωλογία
-
9 géologie
γεωλογία -
10 geologie
γεωλογία -
11 geology
γεωλογία -
12 geologia
γεωλογία -
13 геология
-
14 геология
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геология
-
15 геотектоника
η γεωτεκτονική, η δομική γεωλογίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > геотектоника
-
16 геология
гео́л||огияж ἡ γεωλογία. -
17 geology
[‹i'olə‹i](the science of the history and development of the Earth as shown by rocks etc: He is studying geology.) γεωλογία- geologically
- geologist -
18 геология
-и θ.γεωλογία.
См. также в других словарях:
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
γεωλογία — η επιστήμη που ασχολείται με την εξέλιξη της Γης, τον τρόπο σχηματισμού της και τη διαμόρφωση του στερεού φλοιού της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
διαπερατότητα — Η ιδιότητα ενός σώματος να διαπερνάται από το νερό. Η ιδιότητα αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία, στην εφαρμοσμένη γεωλογία και στη φυσική (μαγνητική δ.). (Γεωλ.) Διαπερατά πετρώματα θεωρούνται αυτά που επιτρέπουν τη διέλευση του νερού μέσα … Dictionary of Greek
χρονολόγηση (και χρονολογία) — Επιστήμη της οποίας σκοπός είναι η συσχέτιση γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και η τοποθέτησή τους μέσα στον χρόνο. Η χ. βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή της μέσα στον ευρύτατο χώρο των ιστορικών μελετών, στη γεωλογία, στην προϊστορία και στην… … Dictionary of Greek
μορφολογία — Στη γεωγραφία σημαίνει τη μελέτη των σχηματισμών της επιφάνειας της Γης, είτε από τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν είτε από τη διανομή τους είτε από την προέλευση τους. Από την άποψη της προέλευσης των σχηματισμών αυτών, η φυσική γεωγραφία και… … Dictionary of Greek
στρωματογραφία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τα στρώματα των πετρωμάτων (ιζηματογενούς γενικά προέλευσης), τα οποία αποτελούν το γήινο φλοιό, και προσπαθεί να καθορίσει την ηλικία του σχηματισμού τους, να ερμηνεύσει τις διάφορες φάσεις και τη σειρά απόθεσης… … Dictionary of Greek
Λάιελ, Τσαρλς — (Charles Lyell, 1797 – 1875). Άγγλος γεωλόγος. Σπούδασε στην Οξφόρδη νομικά και γεωλογία, αλλά το 1827 εγκατέλειψε το επάγγελμα του δικηγόρου και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη γεωλογία. Διεξήγαγε γεωλογικές έρευνες στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βοτανικό Αθηνών — Στεγάζεται στο κτίριο του τμήματος βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου)) και εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες ερευνητών σε θέματα συστηματικής βοτανικής, βιογεωγραφίας, οικολογίας και προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς… … Dictionary of Greek
Ντέζιο, Αρντίτο — (Ardito Desio, Παλμανόβα 1897 –). Ιταλός γεωλόγος και γεωγράφος. Από το 1931 δίδασκε εφαρμοσμένη γεωλογία στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Πραγματοποίησε από το 1921 πολυάριθμες αποστολές ερευνητικού και μελετητικού χαρακτήρα στην Αφρική και στην… … Dictionary of Greek